αναλονίνη

αναλονίνη
η (Φαρμ.)
οργανική ετεροκυκλική ένωση που ανήκει στα αλκαλοειδή* με μοριακό τύπο C12H15O3N. Κρυσταλλικό στερεό με σημείο τήξεως 85°C. Μαζί με την αναλαμίνη*, την αναλονιδίνη* και τη μεσκαλίνη* αποτελεί συστατικό παραισθησιογόνων κακτοειδών, τού γένους Anhalonium.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”